Ενημερώσεις ανά θέμα
Εγγραφή στο Newsletter
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ AΡΧΕΙΟΥ
Η τιθάσευση του δημοσίου χρέους ύψιστη προτεραιότητα της νέας γαλλικής κυβέρνησης
Κατηγορίες κειμένου: | |
---|---|
Χώρα αναφοράς: | ΓΑΛΛΙΑ |
Ημερομηνία: | 01/10/2024 |
Έκδοση: | Γραφείο Ο.Ε.Υ. Παρισίων |
Κείμενο: | Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών, το δημόσιο χρέος της Γαλλίας ανήλθε τον περασμένο Ιούνιο στα 3.228 δισ. ευρώ, αφού αυξήθηκε κατά 69 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2024 και κατά 127 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Παρά τις αναμφισβήτητες επιτυχίες της οικονομικής πολιτικής του Προέδρου Macron, όπως η μείωση της ανεργίας στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 40 ετών, η βελτίωση της ελκυστικότητας της Γαλλίας ως επενδυτικού προορισμού και η διατήρηση έστω και ενός χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης, σε αντίθεση με γείτονές της, όπως η Γερμανία, το δημόσιο χρέος της Γαλλίας την τελευταία επταετία αυξήθηκε κατά 1.000 δισ. ευρώ περίπου. Όπως παρατηρούν αναλυτές, το δημόσιο χρέος της Γαλλίας αυξάνεται κατά 1.000 δισ. ευρώ ανά δεκαετία φτάνοντας έτσι από 1000 δισ. ευρώ το 2003 σε 2.000 δισ. το 2013, δέκα χρόνια μετά, και σε 3.000 δισ. το 2023. Η αύξηση αυτή του δημοσίου χρέους είναι το αποτέλεσμα 40 ετών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, υπογράμμισε πρόσφατα ο αρμόδιος για θέματα προϋπολογισμού υπουργός, Antoine Armand, κατά την ακρόασή του από την Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής. Στο δημόσιο χρέος της Γαλλίας, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αντιπροσωπεύει το 83% του συνόλου έναντι 9% για το χρέος του Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης και 8% για το χρέος των τοπικών και περιφερειακών κοινοτήτων. Το γαλλικό κοινωνικό μοντέλο που βασίζεται σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο για ένα γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας που χρηματοδοτείται από υψηλές υποχρεωτικές κρατήσεις, τις υψηλότερες στην Ευρώπη που ανέρχονται στο 48% περίπου, φτάνει πλέον στα όριά του. Το κράτος αφιέρωσε σε δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους 48 δισ. ευρώ το 2023, ήτοι ποσοστό 12% του προϋπολογισμού, το δεύτερο δηλαδή κονδύλιο δαπανών μετά την εκπαίδευση. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του γαλλικού Υπουργείου Οικονομικών, η δαπάνη για τόκους θα ξεπεράσει τα 50 δισ. ευρώ φέτος και μπορεί να φτάσει μέχρι τα 72 δισ. το 2027. Ως αποτέλεσμα της μεγάλης αύξησης του δημοσίου χρέους το περιθώριο των πενταετών ομολόγων της Γαλλίας ξεπέρασε το αντίστοιχο της Ελλάδος, φτάνοντας το 2,48 έναντι 2,40 για την Ελλάδα. Σε μεσοπρόθεσμη βάση, αυτό σημαίνει ότι οι αγορές αρχίζουν να επιδεικνύουν μια αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στη Γαλλία, αν ληφθεί υπόψη ότι για χώρες, όπως η Γερμανία, το επιτόκιο ανέρχεται σε 2%, ενώ ακόμα και για την Πορτογαλία σε 2,2%, στο Βέλγιο 2,4% και στην Ισπανία 2,45%. Εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών επισημαίνουν ότι παρά τις δυσμενείς αυτές εξελίξεις, η μείωση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συνεπάγεται ότι η Γαλλία δανείζεται μεν ακριβότερα από τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φτηνότερα όμως με τις αρχές του έτους, όταν το επιτόκιο των πενταετών ομολόγων ήταν υψηλότερο από το 3%. Εξάλλου, όπως παρατηρούν, στην πρόσφατη δημόσια προσφορά που έγινε στις 19 Σεπτεμβρίου το ποσό που ζητήθηκε από την αρμόδια υπηρεσία διαχείρισης του χρέους υπερκαλύφθηκε πάνω από δύο φορές. Για το 2025 η κυβέρνηση θα χρειαστεί να εκδώσει ομόλογα ύψους 345 δισ. ευρώ. Αν αφαιρέσουμε το ποσό που αντιστοιχεί σε αναχρηματοδότηση χρέους, ποσό της τάξεως των 220 δισ. ευρώ θα χρειαστεί να απορροφηθεί από ιδιώτες επενδυτές, χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και θεσμικούς φορείς. Η Γαλλία απέχει πλέον πολύ από το μέσο όρο δημόσιου χρέους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ανέρχεται στο 88,7% του Α.Ε.Π. και έρχεται τρίτη κατά σειρά από πλευράς δημοσίου χρέους ως ποσοστό του Α.Ε.Π. μετά την Ελλάδα και την Ιταλία. Αξιοσημείωτο είναι ότι σύμφωνα με ορισμένες ακριτομύθιες και διαρροές ανώτατων υπηρεσιακών παραγόντων, η επάνοδος του δημοσιονομικού ελλείμματος στο επίπεδο κάτω του 3%, όπως προβλέπεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες, ίσως χρειαστεί να αναβληθεί μέχρι το 2032, την στιγμή που η Ιταλία ανακοίνωσε, από την πλευρά της, ότι προβλέπει τη μείωση του ελλείμματος στο 2,8% του Α.Ε.Π. ήδη από το 2026. Σύμφωνα με αναλυτές, το συνταξιοδοτικό σύστημα ευθύνεται για το ήμισυ περίπου τοις εκατό του συνολικού δημόσιου χρέους. Η Γαλλία κατέχει με 48% το ρεκόρ στις υποχρεωτικές κρατήσεις, συνεπώς η λήψη νέων μέτρων και τα περιθώρια νέας φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων είναι σχετικά περιορισμένα, δεδομένου μάλιστα ότι η Γαλλία φορολογεί ήδη τις επιχειρήσεις 2,5% του Α.Ε.Π. παραπάνω από τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία σαράντα χρόνια. Αξιοσημείωτο είναι ότι η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού έχει ως συνέπεια να στερήσει από το κράτος έναν ισχυρό μοχλό για τη σταδιακή μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Βραχυπρόθεσμα, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού μεταφράζεται σε υψηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα. Πράγματι, είναι σχεδόν αδύνατο να σταθεροποιηθεί το ύψος του χρέους σε μία περίοδο που ο πληθωρισμός διατηρείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Για να συγκρατήσει η Γαλλία το δημόσιο χρέος στα σημερινά του επίπεδα, θα πρέπει να υπάρχει ο λεγόμενος σταθεροποιητής, δηλαδή θα πρέπει το δημοσιονομικό έλλειμμα να είναι χαμηλότερο από ένα «κατώφλι σταθεροποίησης» το οποίο εξαρτάται –με τη σειρά του- από το ρυθμό αύξησης του Α.Ε.Π. και τον πληθωρισμό. Το 2022 και 2023, ο σταθεροποιητής αυτός λειτούργησε διότι υπήρχε σημαντική αύξηση του Α.Ε.Π. και του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα τη σχετική μείωση του δημοσίου χρέους εκφραζόμενη ως ποσοστό του Α.Ε.Π. Προηγουμένως, το χρέος αυξήθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους κατά 820 εκατ. ευρώ την εβδομάδα και εάν δεν υπάρξουν διορθωτικά μέτρα αναμένεται να φτάσει το 6,2% του Α.Ε.Π., σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών. Το 2025 η Γαλλία θα υποχρεωθεί να δανειστεί 300 δισ. ευρώ, ποσό δύο φορές υψηλότερο από την περίοδο της πενταετίας του François Hollande. Το χρέος της Γαλλίας, σε μεσοπρόθεσμη τουλάχιστον βάση, εκτιμάται πλέον ότι έχει μεγαλύτερο κίνδυνο μη αποπληρωμής από τα αντίστοιχα της Ισπανίας και της Ελλάδας. Η αύξηση αυτή του χρέους έχει δυσμενείς συνέπειες και για τις γαλλικές επιχειρήσεις, διότι εμφανίζεται το φαινόμενο το λεγόμενο της «οροφής χώρας», της συνεκτίμησης δηλαδή των κινδύνων του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και της πολιτικής κατάστασης που ανεβάζουν το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις και καθιστούν συχνά δυσχερή την πρόσβασή τους στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Το 54% περίπου του συνολικού χρέους κατέχουν ξένοι θεσμικοί επενδυτές, χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και ιδιώτες. Στα δεκαετή ομόλογα η απόδοση είναι 2,97 για τη Γαλλία έναντι 3,1 για τα αντίστοιχα ελληνικά. Η Γαλλία θα πρέπει μέχρι τις 31 Οκτωβρίου να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα μείωσης του χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος. Αξίζει να επισημανθεί ότι το spread μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας επανήλθε στις 80 μονάδες βάσης το τελευταίο διάστημα, όπως δηλαδή την περίοδο στην αρχή του καλοκαιριού, ενώ ενδιάμεσα είχε επανέλθει σε επίπεδα των πενήντα μονάδων βάσης. Ξένοι παρατηρητές και εμπειρογνώμονες σημειώνουν ότι κάθε φορά που οι γαλλικές κυβερνήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν μία δύσκολη οικονομική συγκυρία προσφεύγουν σε αύξηση της φορολογίας. Στη σημερινή συγκυρία η αύξηση του χρέους οφείλεται στη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη νέων βουλευτικών εκλογών, στην αδυναμία συγκρότησης νέας κυβέρνησης που να διαθέτει πλειοψηφία στη Βουλή, καθώς και στις συνεχείς αναθεωρήσεις των προβλέψεων του δημοσιονομικού ελλείμματος που θα υπερβεί τελικά το 6%, αλλά και στις δυσκολίες κατάρτισης του προϋπολογισμού του έτους 2025, αλλά και της χάραξης γενικότερα μιας βιώσιμης πορείας μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης θα κληθούν σύντομα στις 11 Οκτωβρίου η Fitch, στις 25 Οκτωβρίου η Moody’s και στις 29 Νοεμβρίου η S&P να προβούν σε αξιολόγηση -υπό το φως των νέων δεδομένων- του αξιόχρεου του γαλλικού κράτους και στην αναθεώρηση ενδεχομένως της προοπτικής της γαλλικής οικονομίας από σταθερή σε αρνητική για τη Moody’s. Ένα στοιχείο που ανησυχεί ιδιαίτερα τους διεθνείς παρατηρητές είναι ότι η παρούσα γαλλική κυβέρνηση τελεί ουσιαστικά σε ομηρία, αφού ο Εθνικός Συνασπισμός είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να καταθέσει πρόταση μομφής που θα σήμαινε και την πτώση της κυβέρνησης. Ιδιαίτερα απασχολεί το ενδεχόμενο κατάργησης της πρόσφατης συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης που προέβλεψε κυρίως την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη η οποία θα αύξανε το κόστος του συνταξιοδοτικού συστήματος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, κατά 13,5 δισ. ευρώ. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εκτιμούν τραπεζικοί αναλυτές, το spread των γαλλικών επιτοκίων θα εκτινασσόταν εκ νέου σε επίπεδα 85-90 μονάδων βάσης και θα δημιουργούσε πλέον συνθήκες χρηματοοικονομικής κρίσης. |